θεσμοδότης
Смотреть что такое "θεσμοδότης" в других словарях:
θεσμοδότης — ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα) αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο δότης, εργο δότης, υπνο δότης)] … Dictionary of Greek
θεσμοδότῃ — θεσμοδότης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοδότειρα — η βλ. θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοδότης*] … Dictionary of Greek
θεσμοδοσία — θεσμοδοσία, ἡ (Α) [θεσμοδότης] η νομοθεσία … Dictionary of Greek
θεσμοδοτώ — (ΑΜ θεσμοδοτῶ, έω) [θεσμοδότης] δίνω θεσμούς, νόμους, νομοθετώ, θεσμοθετώ, θεσπίζω νόμους … Dictionary of Greek
θεσμοτόκος — θεσμοτόκος, ον (Α) ο θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενο τόκος, ολιγο τόκος, παιδο τόκος)] … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek