θεσμοδότης

θεσμοδότης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θεσμοδότης" в других словарях:

  • θεσμοδότης — ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα) αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο δότης, εργο δότης, υπνο δότης)] …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδότῃ — θεσμοδότης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοδότειρα — η βλ. θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοδότης*] …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδοσία — θεσμοδοσία, ἡ (Α) [θεσμοδότης] η νομοθεσία …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδοτώ — (ΑΜ θεσμοδοτῶ, έω) [θεσμοδότης] δίνω θεσμούς, νόμους, νομοθετώ, θεσμοθετώ, θεσπίζω νόμους …   Dictionary of Greek

  • θεσμοτόκος — θεσμοτόκος, ον (Α) ο θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενο τόκος, ολιγο τόκος, παιδο τόκος)] …   Dictionary of Greek

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»